Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η συναρμογή

См. также в других словарях:

  • συναρμογή — combination fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ …   Dictionary of Greek

  • συναρμογή — η αρμονική ή ακριβής σύνδεση: Δεν έγινε καλή συναρμογή αυτών των δύο εξαρτημάτων της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναρμογῇ — συναρμόζω aor subj pass 3rd sg (attic) συναρμογή combination fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογαί — συναρμογή combination fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογᾶς — συναρμογή combination fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογᾷ — συναρμογή combination fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογῆς — συναρμογή combination fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογήν — συναρμογή combination fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμογῶν — συναρμογή combination fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»