-
1 набор
набор м 1) η συναρμογή, η πρόσληψη* \набор рабочих η πρόσληψη εργατών 2) полигр. η στοιχειοθέτηση 3) (комплект) η συλλογή* * *м1) η συναρμογή, η πρόσληψηнабо́р рабо́чих — η πρόσληψη εργατών
2) полигр. η στοιχειοθέτηση3) ( комплект) η συλλογή -
2 скрепление
1. (действие) η στερέωση, η σύνδεση, η συναρμογή 2. (приспособление, устройство) ο σιδηρόδεσμος 3. -я мн. (скреплённые вместе части чего-л.) οι ενώσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скрепление
-
3 вннтовой
вннтов||ойприл1. (снабженный винтом) ἐλικοφόρος, κοχλιωτός:\вннтовой пароход τό ἐλικοκίνητο[ν] ἀτμόπλοιο[ν]· \вннтовой домкрат ὁ κοχλιωτός γρύλος·2. (винтообразный) ἐλικοειδής, κοχλιοειδής, σπειροειδής:\вннтовойая лестница ἡ ἐλικτή κλϊμαξ, ἡ ἐλικοειδής σκάλα· \вннтовойая нарезка ὁ ἐλικας κοχλία· \вннтовойа́я передача ἡ συναρμογή ὁδοντωτών τροχών. -
4 комбинация
комбинацияж1. (сочетание) ὁ συνδυασμός, ἡ συναρμογή πραγμάτων2. (белье) τό κομπιναιζόν3. (маневр) ἡ μανοῦβρα. -
5 сборка
сборкаж тех. ἡ συναρμολόγηση [-ις], ἡ συναρμογή, τό μοντάρισμα -
6 скрепление
скрепл||ениес1. (действие) ἡ στερέωση[-ις], ἡ σύνδεση [-ις], ἡ συναρμογή·2. тех. ὁ σιδερόδεσμος·3. (подписью) ἡ ἐπικύρωση [-ις], ἡ προσυπογραφή. -
7 составление
составлениес ἡ σύνθεση [-ις], ὁ σχηματισμός, ἡ συγκρότηση, ἡ συναρμογή (из частей)/ καταστρώνω, ἡ σύνταξη (плана и т. п.):\составление поезда ὁ σχηματισμός ἀμαξοστοιχίας. -
8 оправка
-
9 сплотка
-и θ.σύνδεση, δέσιμο γερό (πλωτής ξυλείας). || συνένωση, συνάρθρωση, συναρμογή. -
10 стыкование
-я ουδ.σύνδεση, ένωση, συναρμογή• σύζευξη. -
11 унификация
-и θ.ενοποίηση, συνένωση, συναρμογή, συναρμολόγηση.
См. также в других словарях:
συναρμογή — combination fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ … Dictionary of Greek
συναρμογή — η αρμονική ή ακριβής σύνδεση: Δεν έγινε καλή συναρμογή αυτών των δύο εξαρτημάτων της μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναρμογῇ — συναρμόζω aor subj pass 3rd sg (attic) συναρμογή combination fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμογαί — συναρμογή combination fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμογᾶς — συναρμογή combination fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμογᾷ — συναρμογή combination fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμογῆς — συναρμογή combination fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμογήν — συναρμογή combination fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμογῶν — συναρμογή combination fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek